- ἀκαμψία
- ἀκαμψία, ἡ,A inflexibility, Arist. PA654a24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκαμψίᾳ — ἀκαμψίᾱͅ , ἀκαμψία inflexibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαμψία — η (Α ἀκαμψία) [ἄκαμπτος] (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η ιδιότητα τού άκαμπτου*, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει «ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος» … Dictionary of Greek
ακαμψία — η αλυγισιά (κυριολ. και μτφ.): Έδειξε μεγάλη ακαμψία στην υπόθεση αυτή. – Το χέρι του έχει πάθει ακαμψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαμψία, μαγνητική — Το γινόμενο της ακτίνας καμπυλότητας της τροχιάς ενός σωματίου που κινείται μέσα σε ένα μαγνητικό πεδίο με τη μαγνητική επαγωγή του πεδίου. Αν ρ είναι η ακτίνα της κυκλικής τροχιάς που διαγράφει ένα φορτισμένο σωμάτιο, όταν κινείται σε ένα… … Dictionary of Greek
ἀκαμψίας — ἀκαμψίᾱς , ἀκαμψία inflexibility fem acc pl ἀκαμψίᾱς , ἀκαμψία inflexibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαμψίαν — ἀκαμψίᾱν , ἀκαμψία inflexibility fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
άγαλμα — Η λέξη ά. (από το αγάλλομαι) σήμαινε στην αρχή καθετί με το οποίο κάποιος αγάλλεται (πολύτιμα αντικείμενα κλπ.). Επικράτησε όμως με τον καιρό να σημαίνει το είδωλο άντρα ή γυναίκας, φτιαγμένο από ξύλο, πηλό, μάρμαρο, χαλκό κλπ. Στην αρχή ήταν… … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek